συνυφίστημι

συνυφίστημι
σύν-ὑφίστημι
place
pres ind act 1st sg
σύν-ὑφιστάω
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συνυφίστημι — ΜΑ [ὑφίστημι] παθ. συνυφίσταμαι συνυπάρχω 1. αρχ. προσδίδω υπόσταση σε κάτι, τό κάνω να υπάρχει 2. μέσ. επιχειρώ ή αναλαμβάνω να κάνω κάτι από κοινού με άλλον …   Dictionary of Greek

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • συνυπόστασις — άσεως, ἡ, ΜΑ [συνυφίστημι] συνύπαρξη …   Dictionary of Greek

  • συνυπόστατος — ον, Α [συνυφίστημι] αυτός που συνυπάρχει με κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”